- συμφήτωρ
- συμ-φήτωρ, ορος, ὁ, der Zeuge
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμφήτωρ — ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις, μάρτυς». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φήτωρ (< θ. φη τού φημί + επίθημα τωρ, πρβλ. λέκ τωρ), πρβλ. προ φήτωρ, ὑπο φήτωρ] … Dictionary of Greek